Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Ο γυρισμός του ξενιτεμένου

― Παλιέ μου φίλε τί γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου.

― Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μού έρχουνται ώς τη μέση
κι οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι όμως σαν ήμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κάτω από τους μεγάλους ίσκιους
κι έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος.

― Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά-σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι οι πλαγιές σου.

― Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μού έρχουνται ώς τους ώμους
κι όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους.

― Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν.

― Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τί μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεσαι στο χώμα.

― Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά-σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σού έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι απ' τους ανθρώπους.

― Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα.

Σεφέρης Γιώργος
Ποιήματα, Ίκαρος 1974

Τετάρτη 3 Σεπτεμβρίου 2008

Κι άρχισε η νύχτα να βαραίνει στους ώμους μου...

Ίσως η ώρα να μην έχει περάσει ιδιαίτερα, αλλά η κούραση μού είναι αισθητή. Παρέα ο υπολογιστής και κάποιοι άλλοι στην απέναντι οθόνη που είτε προσπαθούν να διαβάσουν για ν' αντεπεξέλθουν στην επερχόμενη εξεταστική, είτε απλώς ξαγρυπνούν... Κι αυτές οι σελίδες της Λαογραφίας ασήκωτες, ατελείωτες! Ο νους μου ξεφεύγει, γατζώνει πάνω σε ταξείδια, σε μέρη εξωτικά - δεν πάει και πολύς καιρός που γύρισα- σ' ανθρώπους... Γιατί ό,τι αγαπάς, το θυμάσαι πάντοτε, κι αν ακόμη η μνήμη σ' εγκαταλείψει μετά από χρόνους πολλούς, αυτά που αγαπάς πάνω σου θα τα βρεις.. Θα τα ψιλαφήσεις, σαν κόμποι, σαν κέντημα, χαραγμένα πάνω και μέσα σου θα είναι. Ένας ήχος και το κυριότερο, μια μυρωδιά πάντα το μυαλό σου θα ελέγχει, θα το γυρίζει πίσω σε στιγμές κι αυτό είναι μαγικό!

Τώρα που γρήγορα νυχτώνει
σαν παραμύθι θα στο πω
Ο,τι αγαπάς δεν τελειώνει
και ‘γω ακόμα σ' αγαπώ

Τώρα που γρήγορα βραδιάζει
σαν τραγουδάκι θα στο πω
Ό,τι θυμάσαι δε βουλιάζει
μη με ξεχνάς που σ' αγαπώ

Είναι πολλά που δε τα ξέρεις
ήθελα τόσο να στα πω
Όμως δε θέλω να υποφέρεις
γιατί ακόμα σ’ αγαπώ


 Καλό ξημέρωμα!